- εταιρείαρχος
- ἑταιρείαρχος, ὁ (Μ)ο εταιρειάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εταιρεία + -αρχοςπρβλ. πλοί-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εταιρειάρχης — ἑταιρειάρχης και ἑταιριάρχης και ἑταιρείαρχος, ὁ (Μ) ο αρχηγός τής εταιρείας, στρατιωτικής μονάδας τής βασιλικής φρουράς κατά τους βυζαντινούς χρόνους, ανώτατο αξίωμα τής βυζαντινής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εταιρεία + άρχης* πρβλ. οικογενει άρχης] … Dictionary of Greek
εταιρειαρχία — ἑταιρειαρχία, ἡ (Μ) [εταιρείαρχος] το αξίωμα τού εταιρειάρχη … Dictionary of Greek